πολυποδώδη

πολυποδώδη
πολυποδώδης
of the poulp kind
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πολυποδώδης
of the poulp kind
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πολυποδώδης
of the poulp kind
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άλβιο ή άλβιος βαθμίδα — (albian). Είναι η νεότερη βαθμίδα του κατώτερου κρητιδικού του μεσοζωικού αιώνα. Στρώματα της βαθμίδας αυτής παρουσιάζονται σε πολλά μέρη. Χαρακτηριστικό των στρωμάτων αυτών στην Ευρώπη είναι ότι περικλείουν ορισμένα απολιθώματα αμμωνιτών. Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”